πελταστής

πελταστής
Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι πολεμιστές εκείνοι που έφεραν ασπίδα και ελαφρύ οπλισμό, και αποτελούσαν ένα αυτοτελές στρατιωτικό σώμα. Στις μάχες τους τοποθετούσαν πίσω από τους άλλους στρατιώτες και τους χρησιμοποιούσαν κυρίως για τις αιφνιδιαστικές επιθέσεις. Φαίνεται ότι οι πρώτοι π. ήταν Θράκες, και στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν αρχικά το 392 π.Χ. από τον Αθηναίο Ιφικράτη.
* * *
ὁ, Α
στρατ.
1. στρατιώτης οπλισμένος με πέλτη, ελαφριά ασπίδα
2. στον πληθ. οἱ πελτασταί
σώματα ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών που κρατούσαν πέλτη, μικρή ασπίδα με σχήμα μηνοειδές, καθώς και ακόντιο, ενώ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο φορούσαν κράνος και έφεραν επίσης ένα ή δύο μαχαίρια, αρχικά ήταν Θράκες μισθοφόροι και κατείχαν θέση μεταξύ τών οπλιτών και τών ψιλών, ενώ συχνά αναφέρονται και κοντά στους τοξότες, υπό τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη αναδείχθηκαν σε στρατιωτική δύναμη αποφασιστικής σημασίας, ύστερα όμως από την άνοδο και τις κατακτήσεις τού μακεδονικού στρατιωτικού συστήματος τής φάλαγγας έχασαν την αξία τους κι έπεσαν σε παρακμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελτάζω ή < πέλτη + κατάλ. -στής (πρβλ. ασπι-στής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πελταστής — one who bears a light shield masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτασταῖς — πελταστής one who bears a light shield masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτασταί — πελταστής one who bears a light shield masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελταστοῦ — πελταστής one who bears a light shield masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελταστῇ — πελταστής one who bears a light shield masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελταστῶν — πελταστής one who bears a light shield masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπελτάζομαι — Α υπηρετώ ως πελταστής μαζί με κάποιον 2. είμαι οπλισμένος όπως ο πελταστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πελτάζω, ομαι (< πέλτη)] …   Dictionary of Greek

  • πελταστάς — πελταστά̱ς , πελταστής one who bears a light shield masc acc pl πελταστά̱ς , πελταστής one who bears a light shield masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Peltast — A peltast (Ancient Greek: πελταστής) was a type of light infantry in Ancient Greece who often served as skirmishers. DescriptionPeltasts carried a crescent shaped wicker shield called pelte (Latin: peltarion) as their main protection, hence their …   Wikipedia

  • Peltasta — Saltar a navegación, búsqueda El peltasta (en griego πελταστής, derivado de πέλτη/péltê escudo ligero ; en latín, peltarion) es, desde el siglo IV a. C., la infantería ligera mercenaria característica de los ejércitos griegos y… …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”